μαχαίρι

μαχαίρι
Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα, είτε από άλλο υλικό (όπως πλαστικό, ξύλο, ελεφαντόδοντο, κέρατο κ.ά.). Η ποσότητα σε άνθρακα του ατσαλιού, το οποίο χρησιμοποιείται για την κατασκευή μ., διαφέρει ανάλογα με τη χρήση για την οποία αυτά προορίζονται. Για την κατασκευή των μ. χρησιμοποιούνται σιδερένιες ή χαλύβδινες ράβδοι, με ορθογώνια τομή, που περνούν από πρέσα με καλούπι· κατόπιν η λεπίδα λεπτύνεται και τροχίζεται στην πλευρά που προορίζεται για κόψη, και στη συνέχεια τοποθετείται στη λαβή του μ. Προϊστορία. Τα πιο αρχαία πέτρινα εργαλεία, στα οποία μπορεί να αναγνωριστεί η ειδική λειτουργία του μ., εμφανίζονται ήδη, αν και σπάνια, από τη μέση ευρωπαϊκή παλαιολιθική εποχή, στον ονομαζόμενο μουστιαίο πολιτισμό. Κατασκευάζονταν από πυριτόλιθο και διαδόθηκαν ευρέως στους πολιτισμούς της νεότερης παλαιολιθικής εποχής. Εκείνη την εποχή, καθώς και στην ακόλουθη νεολιθική, αναπτύχθηκε η τεχνική κατεργασίας του πυριτόλιθου που επέτρεπε τη μαζική κατασκευή μ.· σε ένα κοίλωμα (το οποίο πιθανολογείται ότι λειτουργούσε ως αποθήκη εργοστασίου επεξεργασίας του πυριτόλιθου) της περιοχής της Λα Εσμπέ βρέθηκαν, ανάμεσα σε άλλα αντικείμενα, και 840 μ. Τα μεταλλικά μ. εμφανίστηκαν αργότερα, σε προχωρημένη περίοδο της εποχής του ορειχάλκου. Ωστόσο ήταν σχετικά σπάνια, όπως και στην επόμενη περίοδο, μέχρι την εξέλιξη της μεταλλουργικής τεχνικής, η οποία επέτρεψε την εύρεση διαφόρων λύσεων στο πρόβλημα του σφηνώματος της λεπίδας στη λαβή. Δηλαδή κατασκευάστηκαν μ. με χυτή λαβή, η οποία έφερε απόληξη (επιμήκυνση σε σχήμα αγκαθιού που σφηνώνεται στην ξύλινη ή κοκάλινη λαβή), γλώσσα στήριξης (μεταλλική λαβή, στην οποία στερεωνόταν με καρφιά επένδυση από ξύλο ή κόκαλο) και σωλήνα (στρογγυλή κοιλότητα, στην οποία σφηνωνόταν η λαβή). Συχνά τα μ. της προχωρημένης εποχής του ορειχάλκου, όπως και των αρχών της εποχής του σιδήρου, είχαν εξαίρετες γλυπτές διακυμάνσεις ή έφεραν διακοσμητικά στοιχεία επεξεργασμένα σε κατάσταση τήξης. Αργότερα οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι κατασκεύαζαν τις λαβές τους από πολύτιμα υλικά (ελεφαντόδοντο, πολύτιμα μέταλλα και κόκαλο), όπως και κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Κατά τον 15o αι. στις αριστοτεχνικά επεξεργασμένες διακοσμήσεις της χειρολαβής, προστέθηκαν και λεπίδες δίκοπες, ενώ συχνά το μ. έφερε τα οικόσημα του ιδιοκτήτη του. Τα μ. πάντως, όπως και όλα τα αντικείμενα που κοσμούσαν τα τραπέζια των ευγενών, κατέληξαν να αντανακλούν την καλλιτεχνική αισθητική των διάφορων εποχών, με διακοσμήσεις στον ρυθμό του Μεσαίωνα, της Αναγέννησης, του μπαρόκ και του ροκοκό, ενώ και στη σημερινή εποχή η βιομηχανία κατασκευής μ. καταφεύγει σε μεγάλους σχεδιαστές. μαχαιροπίρουνα. Το σύνολο των εργαλείων που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή και την κατανάλωση του φαγητού. Σε αυτά συγκαταλέγονται κυρίως το μ., το κουτάλι και το πιρούνι, στις πολυάριθμες παραλλαγές τους, αλλά και άλλα αντικείμενα με διαφορετικό σχήμα και χρήση, όπως σπάτουλες για τα γλυκίσματα, τσιμπίδες για τη ζάχαρη, για τα παγάκια κ.ά. Εκτός από το μ. αρχαιότατη προέλευση έχει επίσης και το κουτάλι, το οποίο ανάγεται στο τέλος της νεολιθικής εποχής ή στην αρχή της περιόδου του ορειχάλκου. Στους Έλληνες και στους Ρωμαίους ανήκουν τα πιο γνωστά κουτάλια καλλιτεχνικής κατασκευής. Πιο πρόσφατη προέλευση έχει το πιρούνι, το οποίο ήταν ήδη γνωστό στον ανατολικό κόσμο στις αρχές του Μεσαίωνα. Πιο αμφισβητήσιμη είναι η χρήση του στη Δύση· φαίνεται πως τα πιρούνια χρησιμοποιούνταν αρχικά για να βγάζουν το φαγητό από τη χύτρα ή τα χρησιμοποιούσαν οι τραπεζοκόμοι, όταν πρότειναν το κρέας στον κύριό τους, ο οποίος το έπαιρνε με τα χέρια. Η περιγραφή ενός χρυσού κουταλιού βρίσκεται στις απογραφές του Λουδοβίκου του Ανδηγαυικού, όπως εξάλλου υπάρχουν πληροφορίες για διχαλωτά πολύτιμα πιρούνια με λαβή από ελεφαντόδοντο ή κρύσταλλο, διακοσμημένα με ημιπολύτιμους λίθους, τα οποία χρησιμοποιούνταν στην αυλή του δούκα της Βουργουνδίας. Το πιρούνι, που το χρησιμοποιούσε η αριστοκρατία τον 18o αι., άρχισε να διαδίδεται και στην αστική τάξη, αλλά η χρήση του επικράτησε πολύ αργότερα. Χαρακτηριστικά είναι τα μαχαιροπίρουνα του δούκα της Βουργουνδίας, τα οποία εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. Κουτάλια, με διακοσμητικά στοιχεία, του 18ου αι. Μοντέρνα μαχαιροπήρουνα, σχεδιασμένα από τον Σουηδό αρχιτέκτονα Γιενς Κουίστγκαρντ. Εργασία σε εργαστήριο μαχαιριών μαζικής παραγωγής. Μαχαίρι της παλαιολιθικής εποχής, λαξευμένο σε πέτρα μεγάλης αντοχής. Πωλητής μαχαιριών τύπου «γκανμπίγια», σε κεντρικό δρόμο της Σάνα, πρωτεύουσας της Υεμένης. Μαχαιροπήρουνα, σε μικρογραφία του 11oυ αι.
* * *
το (ΑM μαχαίριον, Α και μάχαιρον και μάχερον, Μ και μαχαίριν)
1. όργανο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα κοφτερή στη μια από τις δύο ακμές της, που χρησιμοποιείται για κόψιμο
2. χειρουργικό εργαλείο, νυστέρι
νεοελλ.
1. μτφ. α) ψυχικός πόνος, βάσανο («για να πάρει πλειότερο μαχαίριν η καρδιά του την θυγατέρα του θα δου τα μάτια τα δικά του μ' αγάφτικον αγκαλιαστή», Ερωφ.)
β) οξύτητα, αυστηρότητα («φεύγα το δικαιότατον μαχαίρι τής μιλιάς της», Σουμμ.)
γ) λόγος που πληγώνει
2. φρ. α) «είναι [ή βρίσκονται] στα μαχαίρια»
i) φιλονικούν έντονα
ii) μισούνται θανάσιμα
β) «τού 'βαλε το μαχαίρι στον λαιμό» — τόν πίεσε στο έπακρο, τόν ανάγκασε
γ) «το μαχαίρι έφθασε στο [ή ώς το] κόκαλο» — η κατάσταση έφθασε στο απροχώρητο
δ) «είναι δίκοπο μαχαίρι» — λέγεται για ενέργεια ή κατάσταση που μπορεί να βλάψει και εκείνον που τήν κάνει ή τήν δημιουργεί
ε) «τραβώ [ή βγάζω] μαχαίρι» — απειλώ κάποιον με μαχαίρι
στ) «κόβω με το μαχαίρι»
(ιδίως για συνήθειες) διακόπτω, παύω διαμιάς και εντελώς
3. παροιμ. α) «έχεις μαχαίρι τρως πεπόνι» — τίποτε δεν κατορθώνεται χωρίς τα αναγκαία μέσα και εφόδια
β) «όσοι φορούν μαχαίρι δεν είναι όλοι μαγέροι» — τα φαινόμενα, συχνά, απατούν
νεοελλ.-μσν.
έντονο δυσάρεστο συναίσθημα
μσν.
φρ. «τοῡ μαχαιρίου»
(ενν. ἄνθρωπος) μαχαιροβγάλτης, άνθρωπος τού σκοινιού και τού παλουκιού, κακούργος
(αρχ. στον τ. μαχαίριον)
1. μαχαιρίδιο
2. χειρουργικό μαχαίρι
3. ξυράφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαίριον, υποκορ. τού μάχαιρα.
ΠΑΡ. μσν. μαχαιριωτός
νεοελλ.
μαχαιράδικο, μαχαιράκι, μαχαιριά, μαχαιρώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. μαχαιρομάνικον, μαχαιρόπουλον, μαχαιρουργός
μσν.- νεοελλ.
μαχαιροβγάλτης
νεοελλ.
μαχαιροπίρουνο, μαχαιροσκοτώνομαι. (Β' συνθετικό) αρχ. παραμάχαιρον
νεοελλ.
αμπελομάχαιρο, ασημομάχαιρο, κοντυλομάχαιρο, κουζινομάχαιρο, τραπεζομάχαιρο, τρυγομάχαιρο, χασαπομάχαιρο, χρυσομάχαιρο, ψωμομάχαιρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαχαίρι — το ιού 1. εργαλείο που αποτελείται από μια λαβή και μια μεταλλική λεπίδα και χρησιμεύει για κόψιμο. 2. χειρουργικό εργαλείο, το νυστέρι: Θέλει μαχαίρι το στομάχι (χρειάζεται εγχείρηση). 3. φρ., «Είναι στα μαχαίρια», υπάρχει μεγάλη έχθρα μεταξύ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαχαιρώνω — [μαχαίρι] 1. χτυπώ, τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον με μαχαίρι 2. (το παθ. ως αλληλοπαθές) μαχαιρώνομαι αλληλοσφάζομαι («οι αντίπαλοι τών δύο ομάδων μαχαιρώθηκαν μετά το τέλος τού αγώνα») …   Dictionary of Greek

  • μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… …   Dictionary of Greek

  • μαχαιριά — Οικισμός (40 κάτ.) της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νοτίας Ρόδου του νομού Δωδεκανήσου. * * * η [μαχαίρι] 1. χτύπημα με μαχαίρι 2. πληγή από μαχαίρι 3. μτφ. ψυχικό πλήγμα («μαχαιριές στην καρδιά του ήταν τα λόγια της») …   Dictionary of Greek

  • Makhaira — Antique swords, fig. 1 3: Xiphos, fig. 4: Makhaira. Makhaira sword Makhaira (from Greek μάχαιρα (mákhaira), also transliterated machaira or machaera; an Ancient Greek word, related to μάχη (mákhē) a battle , μάχεσθαι… …   Wikipedia

  • αμάχαιρος — ή, ο (Α ἀμάχαιρος, ον) αυτός που δεν έχει μαχαίρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + μάχαιρα βλ. μαχαίρι] …   Dictionary of Greek

  • γιαταγάνι — Μεγάλο μαχαίρι ή σπάθα με καμπύλη λάμα και μόνο μία κόψη. Η λαβή του δεν έχει προφυλακτήρα. Σε πολλούς τύπους η λάμα του πλαταίνει στην άκρη. Το όπλο αυτό, που έχει μήκος από 80 εκ. έως 1,10 μ., το χρησιμοποιούσαν πολλοί ασιατικοί λαοί, κυρίως οι …   Dictionary of Greek

  • δόλων — ο (AM δόλων) μαχαίρι κρυμμένο μέσα σε ράβδο, στιλέτο, στόκος νεοελλ. ναυτ. συνήθως στον πληθ. οι δόλωνες τα δεύτερα τετράγωνα ιστία πάνω από το κατάστρωμα τών μεγάλων ιστιοφόρων που στερεώνονται σε εγκάρσιες κεραίες, γάμπιες αρχ. μσν. πρωραίο… …   Dictionary of Greek

  • κάμα — I Ινδική θεότητα του έρωτα που αναφέρεται και στις Βέδες ως θεός που εισακούει τις επιθυμίες. Περίφημοι είναι στην ινδική μυθολογία οι πειρασμοί στους οποίους ο Κ. θέτει ασκητές και θεούς. Αντιπροσωπευτική είναι η περίπτωση του Σίβα, που… …   Dictionary of Greek

  • καρφώνω — [καρφί] 1. στερεώνω κάτι μπήγοντας καρφιά («καρφώνω τα σανίδια») 2. μπήγω σε κάποιο σώμα καρφί, μαχαίρι ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο (α. «κάρφωσε στον τοίχο το καρφί» β. «τόν κάρφωσε με το μαχαίρι») 3. καταδίδω, προδίδω («μην τού εμπιστευθείς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”